Η μυστηριώδης λέξη ‘Αράφ’

…που φυσικά απαντάται σε αυτό το νέο ελληνικό αξιόλογο θεατρικό κείμενο με τους επικαιρικούς συμβολισμούς. Του Στυλιανού Τζιρίτα

 

To ‘Αράφ’ μπορεί να φαντάζει ιδιαίτερο σαν τίτλος, όμως ξεκαθαρίζει πολύ γρήγορα και τις προθέσεις του αλλά και την ίδια τη δομή του. Το έργο του Γιάννη Τσίρου σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη έχει ένα από τα καλύτερα ευρήματα της νεότερης ελληνικής δραματουργίας. Η διάσωση ενός σκύλου στα ανοικτά ενός ελληνικού νησιού (το οποίο παραμένει άγνωστο σε όλη τη διάρκεια του έργου) από έναν μάλλον κουρασμένο, αν όχι μπαϊλντισμένο, ξενοδόχο μίας μικρής τουριστικής μονάδας στο εν λόγω νησί, ανοίγει τον χορό για μία σειρά από συνομιλίες ανάμεσα στους τρεις συνολικά ηθοποιούς που εμφανίζονται στην σκηνή του θεάτρου Αποθήκη. Ο προαναφερθείς ξενοδόχος (Ιωσήφ Πολυζωίδης), ένας πονηρός (ή μάλλον παμπόνηρος) πολυτεχνίτης οικογενειάρχης (Φώτης Λαζάρου) και μία κτηνίατρος (Ράνια Σχίζα), όλοι στα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους και στις αρχές της επόμενης, χονδρικά. Η διάσωση του σκύλου γίνεται σκηνοθετικά γνωστή στον θεατή από οθόνη τηλεόρασης στην αρχή της παράστασης όπου μεταφέρεται σχετικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ (ένα intro που ενώ λειτουργεί ως εισαγωγή, δεν έχει ακριβώς σωστή απόδοση σε επίπεδο κώδικα περάτωσης) και μετά η οριακά παραιτημένη (και επίσης οριακά σε όρους 80s αισθητικής) ρεσεψιόν του ξενοδοχείου γίνεται η κονίστρα όπου συγκρούονται οι τρεις χαρακτήρες του έργου γύρω από το ζήτημα της παραμονής του σκύλου στο ξενοδοχείο ή στο άσυλο ζώων του νησιού (με προφανείς τους επικαιρικούς συμβολισμούς).

Ο Φώτης Λαζάρου ήταν άρτιος στον ρόλο του, αποδίδοντας θαυμάσια την υστεροβουλία του παμπόνηρου κηπουρού ο οποίος οπορτουνίστικα πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος της τσέπης και του κοινωνικού μέσου πήχη αποδοχής νεωτερισμών, ο συμπαθής Ιωσήφ Πολυζωϊδης ήταν άριστη επιλογή ως ξενοδόχος, αν και σε κάποιες στιγμές ο θεατής νιώθει ότι κάποιες κορυφώσεις του έπρεπε να είναι σε μεγαλύτερη ένταση, κάτι που λειτουργεί αντίστροφα στην περίπτωση της Ράνιας Σχίζα η οποία στην προσπάθεια της να μεταφέρει επί σκηνής τη νευρωτική (και μάλλον καταρρακωμένη ψυχικά) κτηνίατρο ανεβάζει μερικές φορές παράταιρα τους τόνους, παραμένοντας ωστόσο μία λίαν πειστική φιγούρα.

 

Για το σκηνικό υπήρξε παραπάνω σχόλιο προσθέτοντας σε αυτό το σημείο την λάθος ακουστική σημείων της παράστασης τα οποία έχουν να κάνουν με ήχους που εμπλέκονται στην πλοκή (ήχος τηλεφώνων για παράδειγμα). Πάγιο ζήτημα αυτό, το οποίο ακόμη αντιμετωπίζεται λάθος σε πολλές παραγωγές, ενώ η σύγχρονη τεχνολογία δίνει πλέον λύσεις έτσι ώστε οι μικροήχοι που αφορούν την ηχητική διάσταση του έργου να μη βγαίνουν από τα ηχεία της αίθουσας, αλλά να είναι σωστά ζυγοσταθμισμένοι (τόσο συχνοτικά όσο και σε επίπεδο έντασης) μέσα στη ροή.

Το κείμενο του Γιάννη Τσίρου αποφεύγει τις εύκολες λύσεις, η ένταση και οι πτυχές των ιστοριών που αναπτύσσονται (πολύ σοφά δεν έχει μόνο μία ιστορία να εξελίσσεται) έρχονται με ζυγισμένη κλιμάκωση. Το σύνολο του έργου του Τσίρου με όλο το συμβολισμό που εμπεριέχει σχετικά με την αποδοχή του διαφορετικού αλλά και την εκδήλωση του (υποτιθέμενου) ουμανισμού από τις κοινωνίες (μικρές και μεγάλες), αρνείται συστηματικά να πέσει στην παγίδα του κηρύγματος, ενώ παράλληλα, ειδικότερα στις ατάκες του κηπουρού, εμφωλεύει όλη την παθογένεια του παλαιότερου απέναντι στο νεόκοπο. Με τις όποιες ενστάσεις μπορεί να έχει κάποιος, πρόκειται για μία παράσταση η οποία αξίζει τον χρόνο του θεατή, παρουσιάζοντας ζωντανούς και ατόφιου ρεαλισμού χαρακτήρες σε μία απόλυτα σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, κάτι που του δίνει αυτόματα την έννοια του επείγοντος, σημαντικό πρόσημο στην αποτίμηση ενός θεατρικού έργου αναντίρρητα.

Σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης

Παίζουν: Ράνια Σχίζα, Ιωσήφ Πολυζωίδης, Φώτης Λαζάρου.

Θέατρο Αποθήκη

Σαρρή 40/Αθήνα

Πηγή: mic.gr